- ατομιστικός
- -ή, -όαυτός που αναφέρεται στα άτομα.[ΕΤΥΜΟΛ. < άτομο. Η λ. μαρτυρείται από το 1867 στον Γεώργιο Μιστριώτη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ατομιστικός — ή, ό ο ατομικιστικός (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ρομαντισμός — Πνευματικό κίνημα που εμφανίστηκε στο τέλος του 18ου αι. στη Γερμανία και διαδόθηκε κατά τις πρώτες δεκαετίες του επόμενου στην υπόλοιπη Ευρώπη και στην Αμερική. Η λέξη romantic (από την οποία προέρχεται ο όρος), από την ισπανική romance,… … Dictionary of Greek